- ἐννευρόκαυλος
- ἐν-νευρό-καυλος, mit sehnigem, faserigem Stengel
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εννευρόκαυλος — ἐννευρόκαυλος, ον (Α) [νευρόκαυλος] (για φυτά) αυτός που έχει νευρώδη καυλό, δηλ. στέλεχος, βλαστό, κορμό γεμάτο ίνες, νεύρα … Dictionary of Greek
ἐννευρόκαυλα — ἐννευρόκαυλος with fibrous stalk neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek